Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

disbórso (ουσ αρσ ) discerniménto (ουσ αρσ )
disboscàre (ρ. μτβ.) discésa (θηλ.ουσ)
disbrigàre (ρ. μτβ.) discesìsmo (ουσ αρσ )
disbrigarsi (ρ.μ. (αντων.)) discesìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
disbrìgo (ουσ αρσ ) discettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
discacciàre (ρ. μτβ.) discettatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
discànto (ουσ αρσ ) discettazióne (θηλ.ουσ)
discapitàre (ρ.αμτβ.) dischiùdere (ρ. μτβ.)
discàpito (ουσ αρσ ) dischiùso (επίθ.)
discàrica (θηλ.ουσ) discinesìa (θηλ.ουσ)
discaricàre (ρ. μτβ.) discinètico (αρσ. επίθ και ουσ)
discàrico (ουσ αρσ ) discìnto (επίθ.)
discatóre (ουσ αρσ ) disciògliere (ρ. μτβ.)
discendènte (ουσ αρσ και θηλ.) disciògliersi (ρ. μ. αμτβ.)
discendènte (επίθ.) disciplìna (θηλ.ουσ)
discendènza (θηλ.ουσ) disciplinaménto (ουσ αρσ )
discéndere, discèndere (ρ. μτβ. και αμετβ.) disciplinàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
discenderìa (θηλ.ουσ) disciplinàre (ρ. μτβ.)
discensionàle (επίθ.) disciplinarsi (ρ.μ. (αντων.))
discensìvo (επίθ.) disciplinataménte (επίρ.)
discènte (ουσ αρσ και θηλ.) disciplinatézza (θηλ.ουσ)
discentràrsi, discentràrsi (ρ. μ. αμτβ.) disciplinàto (αρσ. επίθ και ουσ)
discépolo (ουσ αρσ ) dìsco (ουσ αρσ )
discèrnere (ρ. μτβ.) discòbolo (ουσ αρσ )
discernìbile (επίθ.) discòfilo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: