Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cannibalizzazióne (θηλ.ουσ) canonicità (θηλ.ουσ)
cannicciàta (θηλ.ουσ) canònico (ουσ αρσ )
cannìccio (ουσ αρσ ) canònico (επίθ.)
cannocchiàle (ουσ αρσ ) canonìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cannolìcchio (ουσ αρσ ) canonizzàre (ρ. μτβ.)
cannòlo (ουσ αρσ ) canonizzazióne (θηλ.ουσ)
cannonàta (θηλ.ουσ) canòpo (ουσ αρσ )
cannoncìno (ουσ αρσ ) canorità (θηλ.ουσ)
cannóne (ουσ αρσ ) canòro (επίθ.)
cannoneggiaménto (ουσ αρσ ) canottàggio (ουσ αρσ )
cannoneggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) canottièra (θηλ.ουσ)
cannonièra (θηλ.ουσ) canottière (ουσ αρσ )
cannonière (ουσ αρσ ) canòtto (ουσ αρσ )
cannòtto (ουσ αρσ ) cànova (θηλ.ουσ)
cannùccia (θηλ.ουσ) canovàccio (ουσ αρσ )
cànnula (θηλ.ουσ) cantàbile (ουσ αρσ )
canòa (θηλ.ουσ) cantàbile (επίθ.)
canòcchia (θηλ.ουσ) cantafàvola (θηλ.ουσ)
canoìsmo (ουσ αρσ ) cantalùpo (ουσ αρσ )
canoìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cantambànco (ουσ αρσ )
cañón (ουσ αρσ ) cantànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cànone (ουσ αρσ ) cantàre (ουσ αρσ )
canònica (θηλ.ουσ) cantàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
canonicàle (επίθ.) cantàride (θηλ.ουσ)
canonicàto (ουσ αρσ ) cantaridìna (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: