ItalianoGreco


canovàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanoˈvatʧo]

1 λινάτσα
2 σκίτσο
3 πρόχειρο περίγραμμα
4 πλοκή έργου (συνήθως όπερας)
5 ύφασμα σκληρό από λινάρι
6 καναβάτσο
7 ξεσκονόπανο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---