Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ché (σύνδ.) cheratinizzazióne (θηλ.ουσ)
ché (επιφ.) cheratìte (θηλ.ουσ)
checché (αντων.) cheratoplàstica (θηλ.ουσ)
checchessìa (οριστ. αντων.) chèrmes (ουσ αρσ )
check–up (ουσ αρσ ) cherosène (ουσ αρσ )
chef (ουσ αρσ ) cherùbico (επίθ.)
chèla (θηλ.ουσ) cherubìno (ουσ αρσ )
chelàto (επίθ.) chetàre (ρ. μτβ.)
chellerìna (θηλ.ουσ) chetàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
chemin–de–fer (ουσ αρσ ) chéto (επίθ.)
chemiochirurgia (θηλ.ουσ) chetóne (ουσ αρσ )
chemiochirurgico (επίθ.) chetònico (επίθ.)
chemiotàssi (θηλ.ουσ) chevreau (θηλ.ουσ)
chemioterapìa (θηλ.ουσ) chewing–gum (ουσ αρσ )
chemioteràpico (επίθ.) chi (αντων.)
chemiotròpico (επίθ.) chiàcchiera (θηλ.ουσ)
chemiotropìsmo (ουσ αρσ ) chiacchieràre (ρ.αμτβ.)
chemisier (ουσ αρσ ) chiacchieràta (θηλ.ουσ)
chenopodiàcee (θηλ. ουσ πληθ.) chiacchierìccio (ουσ αρσ )
chenopòdio (ουσ αρσ ) chiacchierìno (ουσ αρσ )
chepì (ουσ αρσ ) chiacchierìno (επίθ.)
cheppì (ουσ αρσ ) chiacchierìo (ουσ αρσ )
chèque (ουσ αρσ ) chiacchieróne (ουσ αρσ )
cheratìna (θηλ.ουσ) chiacchieróne (επίθ.)
cheratinizzàre (ρ. μτβ.) chiàma (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: