chiacchieróne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kjakkjeˈrone]
1 πολυλογάς
2 σπερμολόγος
3 διαδοσίας
4 φλύαρος
5 κουτσομπόλης
6 παπαρδέλας
7 παρλαπίπας
8 λιμαδόρος
9 λογάς
10 σαλιάρης
11 φαφλατάς
12 πολυκέλαδος
13 πολύλαλος
14 λάλος
15 αμετροεπής
16 αρλούμπας
17 αερολόγος
18 αδολέσχης
19 βαττολόγος
20 γλωσσάς
21 αρλουμπατζής
22 αρλουμπολόγος
chiacchieróne
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kjakkjeˈrone]
φλύαρος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kjakkjeˈrone]
1 πολυλογάς
2 σπερμολόγος
3 διαδοσίας
4 φλύαρος
5 κουτσομπόλης
6 παπαρδέλας
7 παρλαπίπας
8 λιμαδόρος
9 λογάς
10 σαλιάρης
11 φαφλατάς
12 πολυκέλαδος
13 πολύλαλος
14 λάλος
15 αμετροεπής
16 αρλούμπας
17 αερολόγος
18 αδολέσχης
19 βαττολόγος
20 γλωσσάς
21 αρλουμπατζής
22 αρλουμπολόγος
chiacchieróne
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kjakkjeˈrone]
φλύαρος
permalink
chiacchierone (ουσ αρσ )
chiacchierone (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android