Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχαμναίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 dimagri`re
2 indeboli`rsi
3 smagri`re

αχαμνύνω
ρήμα αμετάβατο

variante di [αχαμναίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχαμνάδα αχάμνια, (raro) αχαμνιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---