Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιχμή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 punta ~f~ αιχμή δόρατος==punta di una lancia
2 ((figurato)) freccia`ta ~f~; insinuazio`ne ~f~; allusio`ne ~f~ αφήνω αιχμές==lanciare frecciate; fare insinuazioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιχμάλωτος αιχμηρός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ώρα αιχμής = ora [θηλ.] di punta || οι ώρες [f.] αιχμής = ore [θηλ. πλυθ.] di punta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---