Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιχμηρός  
επίθετο

1 acu`to; agu`zzo; appunti`to; acumina`to
2 ((figurato)) punge`nte; ca`ustico; morda`ce; irrita`nte αιχμηροί λόγοι==parole pungenti

αιχμηρότατος
επίθετο

superlativo di [αιχμηρός]

αιχμηρότερος
επίθετο

comparativo di [αιχμηρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιχμή αιχμηρότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---