GrecoItaliano


αντικαταστάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

sostitu`to ~m~

αντικαταστάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντικαταστάτης ^-η, ο^]
2 sostituta ~f~

αντικαταστάτις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αντικαταστάτρια ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTIKATASTATHS100}}
---CACHE---