Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαγκόν λι, βαγκον–λί  
ουσιαστικό ουδέτερο

vago`ne ~m~ le`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαγκνερικός βαγονέτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---