Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βοηθούμενος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βοηθούμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βοηθάω]
2 assisti`to

permalink
‹ βοηθός
βοηθώ ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βοήθημα {βοηθήμ-ατ...
βοηθημένος [επίθ.]
βοηθητικός [επίθ.]
βοηθιέμαι [ρ. παθ.]
βοηθός [ουσ αρσ και θηλ.]
βοηθούμενος [επίθ.]
βοηθώ {βοηθ-άς κ...
βοηθών [επίθ.]
βοημή [θηλ.ουσ]
βοημικός [επίθ.]
βοημός [ουσ αρσ ]
βοθρατζής {βοθρατζήδ...
βοθρίο [ουσ ουδ.]
βοθρολύματα {βοθρολυμά...
βόθρος [ουσ αρσ ]
βοϊβόντας [ουσ αρσ ]
βόιδι {βοδ-ιού |...
βοιωτή [θηλ.ουσ]
βοιωτός [ουσ αρσ ]
βολάν [ουσ ουδ.]


{{ID:BOHQOYMENOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti