Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοηθός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

assiste`nte ~m~; aiu`to ~m~; aiuta`nte ~m~ ο ηλεκτρολόγος και ο βοηθός του==l'elettricista e il suo aiutante | βοηθός μάγειρα==aiuto cuoco | είναι βοηθός στο πανεπιστήμιο==è assistente all'università+++ο Θεός βοηθός==che Dio ci aiuti!; che Dio ce la mandi buona!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοηθιέμαι βοηθούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---