Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έκτροπα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

oscenità ~f~, atti ~mp~ osce`ni, atti ~mp~ di vandali`smo έγιναν έκτροπα μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα == dopo la partita di calcio si sono verificati atti di vandalismo

έκτροπο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 malfa`tto ~m~
2 onta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτρέφω εκτροπή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---