Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εκτροφείο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εκτροφείο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 l'alleva`re ~m~, allevame`nto ~m~
2 viva`io ~m~

permalink
‹ εκτροφέας
εκτροφή ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκτρέφω {εξέθρεψα ...
έκτροπα {εκτρόπων}
εκτροπή [θηλ.ουσ]
έκτροπο [ουσ ουδ.]
εκτροφέας [ουσ αρσ ]
εκτροφείο [ουσ ουδ.]
εκτροφή [θηλ.ουσ]
εκτροχιάζομαι (εκτροχ-ιά...
εκτροχιασμένος [επίθ.]
εκτροχιασμός [ουσ αρσ ]
έκτρωμα {εκτρώμ-ατ...
έκτρωση {-ης κ. -ώ...
εκτύλιξη [θηλ.ουσ]
εκτυλίσσομαι [ρ. παθ.]
εκτυλίσσω {εκτύλι-ξα...
έκτυπο [ουσ ουδ.]
εκτυπώνω {εκτύπω-σα...
εκτύπωση {-ης κ. -ώ...
εκτυπώσιμος [επίθ.]
εκτυπωτής [ουσ αρσ ]


{{ID:EKTROFEIO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti