Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγιορτινά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός a`bito ~m~ della festa έβαλε τα γιορτινά του, να πάει στην εκκλησία==per andare in chiesa, si è messo l'abito da festa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |