Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γωνία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 geometria a`ngolo ~m~ οξεία γωνία==angolo acuto | αμβλεία γωνία==angolo ottuso | ορθή γωνία==angolo retto
2 spi`golo ~m~; a`ngolo ~m~ οι γωνίες του τραπεζιού==gli spigoli del tavolo
3 a`ngolo ~m~; canto`ne ~m~; canto ~m~ περιμένω στη γωνία του δρόμου==aspettare all' angolo della strada | στην πρώτη γωνία στρίβεις==giri alla prima cantonata
4 luo`go ~m~ apparta`to; cantu`ccio ~m~; a`ngolo ~m~ καθόταν αμίλητος σε μιαν απόμερη γωνία==se ne stava in disparte in un angolo senza dir nulla
5 di pane angoli`no ~m~ φύλαξέ μου μια γωνία από το παστίτσιο==mettimi da parte un angolino del pasticcio!

γωνιά  
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γωνία ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυψώνω γωνιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---