Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γύφτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γύφτος ^-ου, ο^]
2 zi`ngara ~f~
3 ((figurato)) perso`na ~f~ sporca; sudicio`na ~m~
4 ((figurato)) perso`na ~f~ ava`ra, meschi`na; spilo`rcia ~m~; gretta ~m~

γύφτος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zi`ngaro ~m~
2 ((per estensione)) fabbro ~m~ ferra`io
3 ((figurato)) perso`na ~f~ sporca; sudicio`ne ~m~
4 ((figurato)) perso`na ~f~ ava`ra, meschi`na; spilo`rcio ~m~; gretto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γύφτικος γυψαδόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---