Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηγεμόνας  
ουσιαστικό αρσενικό

(f ηγεμονίδα) sovrano, principe, re

ηγεμονίδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ηγεμόνας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηγαπώ ηγεμόνευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---