Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηγεσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 coma`ndo ~m~, direzio`ne ~f~ η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων == il comando delle Forze Armate | ηγεσία κόμματος == la Direzione di un partito pοlitico
2 gui`da ~f~ υπό την ηγεσία του, η εταιρεία έγινε παντoδύναμη == sotto la sua guida, la società è arrivata al massimo della potenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηγεμονικότητα ηγέτες  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---