Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ψάρεμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ψάρεμα
ουσιαστικό ουδέτερο

pesca (l'attività)

permalink
‹ ψαράς
ψαρεύω ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το καλάμι ψαρέματος = canna [θηλ.] da pesca



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψάξιμο {ψαξίμ-ατο...
ψαραγορά [θηλ.ουσ]
ψαράδικο [ουσ ουδ.]
ψαραετός [ουσ αρσ ]
ψαράς {ψαράδες} ...
ψάρεμα {ψαρέμ-ατο...
ψαρεύω {ψάρ-εψα, ...
ψαρής [επίθ.]
ψάρι {ψαρ-ιού |...
ψαριά [θηλ.ουσ]
ψαρική [θηλ.ουσ]
ψαρόβαρκα {χωρ. γεν....
ψαροβάρκα [θηλ.ουσ]
ψαροκόκαλο [ουσ ουδ.]
ψαρόκολλα {χωρ. γεν....
ψαρόλαδο [ουσ ουδ.]
ψαρομάλλης {ψαρομάλλη...
ψαρονέφρι {χωρ. γεν....
ψαροντουφεκάς {ψαροντουφ...
ψαροπούλι {ψαροπουλ-...


{{ID:JAREMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti