GrecoItaliano


ψάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

pesce (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μου 'ψησε το ψάρι στα χείλη = mi ha dato tormento || καπνιστό ψάρι = pesce [αρσ.] affumicato || το ψάρι στη σχάρα = pesce [αρσ.] alla griglia || το ψάρι πλακί = pesce [αρσ.] in teglia



Sfoglia il dizionario




{{ID:JARI100}}
---CACHE---