Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψαρεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 pescare
2 [senso figurato] sondare il terreno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψάρεμα ψαρής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---