Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καβάλο
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [καβάλος]

καβάλος  
ουσιαστικό αρσενικό

cava`llo ~m~, inforcatu`ra ~f~ dei pantalo`ni αυτό το παντελόνι έχει στενό καβάλο == questi pantaloni sono stretti di cavallo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καβαλλικεύω καβαλώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---