Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›καβαντζάρισμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

καβαντζάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [καβατζάρισμα]

permalink
‹ καβαλώ
καβαντζάρω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καβαλλικεύγω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβαλλικεύω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβάλο [ουσ ουδ.]
καβάλος [ουσ αρσ ]
καβαλώ [-άς, -ά] ...
καβαντζάρισμα [ουσ ουδ.]
καβαντζάρω [ρ. μτβ.]
καβατζάρω {καβάτζαρα...
καβατζωμένος [επίθ.]
καβάτορας [ουσ αρσ ]
καβάφικος [επίθ.]
καβαφικός [επίθ.]
καβγαδάκι [ουσ ουδ.]
καβγαδίζω {καβγάδισα...
καβγάς {καβγάδες}...
καβγατζής {καβγατζήδ...
καβγατζίδικος [επίθ.]
καβγατζού {καβγατζού...
κάβγω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καβδιανός [επίθ.]


{{ID:KABATZARISMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti