Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καβαντζάρω  
ρήμα μεταβατικό

1 do`ppiare καβατζάρω ακρωτήριο == doppiare un promontorio
2 (fig) supera`re, passa`re έχω καβατζάρει από καιρό τα τριάντα == ho passato da un pezzo la trentina

καβατζάρω
ρήμα μεταβατικό

variante di [καβαντζάρω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καβαντζάρισμα καβατζωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---