Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθήκον  
ουσιαστικό ουδέτερο

καθήκον s n 1 doνere, compito το θεωρώ καθήκον μου να τον βοηθήσω == considero un dovere aiutarlo τα καθήκοντα και oι υποχρεώσεις του πολίτη == i doveri e gli obblighi del cittadino έκανε το καθήκον του προς την πατρίδα == ha compiuto il suo dovere νerso la patria καθήκον του γιατρού είναι να == compito del medico è di θύμα του καθήκοντος == vittima del dovere 2 impegno, funzione, carica αναλαμβάνω καθήκοντα == entrare in carica αναλαμβάνω καθήκοντα πρωτοδίκη == assumere la carica di pretore κατά την άσκηση των καθηκόντων μου == nell'esercizio delle mie funzioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθηγούμαι καθηλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---