Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθισιό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gio`rno ~m~ di vaca`nza, di riposo αύριο έχουμε καθισιό == domani si riposa
2 o`zio ~f~, inoperosità ~f~, il dolce far ~m~ nie`nte, lo stare ~m~ in pancio`lle, a pa`ncia all'a`ria του αρέσει το καθισιό == gli piace il dolce far niente, gli piace starsene senza far niente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθισιά κάθισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---