Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›καθό

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

καθό  
επίρρημα

1 in quanto
2 in quanto che

permalink
‹ καθιστώ
καθοδηγημένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καθίστε! [επιφ.]
καθιστικό [ουσ ουδ.]
καθιστικός [επίθ.]
καθιστός [επίθ.]
καθιστώ [-άς, -ά] ...
καθό [επίρ.]
καθοδηγημένος [επίθ.]
καθοδήγηση {-ης κ. -ή...
καθοδηγητής {καθοδηγητ...
καθοδηγήτρια {καθοδηγητ...
καθοδηγούμενος [επίθ.]
καθοδηγούσα [θηλ.ουσ]
καθοδηγώ {καθοδηγεί...
καθοδικός [επίθ.]
κάθοδος {καθόδ-ου ...
καθολικά [επίρ.]
καθολίκευση [θηλ.ουσ]
καθολικεύω {καθολίκευ...
καθολικισμός [ουσ αρσ ]
καθολικό [ουσ ουδ.]


{{ID:KAQO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti