Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λήπτης  
ουσιαστικό αρσενικό

destinata`rio ~m~, donata`rio ~m~, beneficia`rio ~m~

λήπτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λήπτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ληξιπρόθεσμος λήρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---