Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ληξίαρχος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ufficia`le ~m~ di stato civi`le
2 ricevito`re ~m~ del Regi`stro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ληξιαρχικός ληξιπρόθεσμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---