Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαλασσοδέρνομαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere sferza`to dalle onde, e`ssere in bali`a delle onde η σχεδία θαλασσoδερνόταν τρία μερόνυχτα == la zattera fu in balia delle onde per tre giorni interi
2 di persona lotta`re con il mare
3 (fig) e`ssere in difficoltà, affronta`re circosta`nze avve`rse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαλασσοδαρμένος θαλασσοθεραπεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---