Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στάση
ουσιαστικό θηλυκό

1 [λεωφορείου] fermata
2 [εργασίας] sciopero
3 [τρόπος] atteggiamento
4 [κατάσταση] posizione (f)
5 [εξέγερση] rivolta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σταρόψειρα στασιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---