Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στασιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 ammutinarsi
2 insorgere
3 ribellarsi (vrifl)
4 rivoluzionare (vt)
5 sollevarsi (vrifl)
6 tumultuare
7 alzare il capo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στάση στασίαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---