Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταραγμένος
επίθετο

1 molto agitato
2 agitato
3 alterato
4 concitato
5 confuso
6 esterrefatto
7 imbarazzato
8 immansueto
9 impensierito
10 inquieto
11 irrequieto
12 mosso
13 nervoso
14 preoccupato
15 sbalestrato
16 scombussolato
17 sconcertato
18 sconquassato
19 sconvolto
20 scosso
21 smaniante
22 smanioso
23 smarrito
24 smarrito
25 spaventato
26 sperduto
27 squinternato
28 stonato
29 stralunato
30 stranito
31 stravolto
32 trepido
33 turbato
34 turbolento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τάραγμα ταράζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---