Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταράζω
ρήμα μεταβατικό

1 [συγκλονίζω] agitare
2 [αναστατώνω] turbare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταράζομαι ταρακουνάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---