Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζαβλακωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ζαβλακώνω]
2 stordi`to, intonti`to, inebeti`to, introna`to είμαι ζαβλακωμένος από τον ύπνο == essere inebetito per il sonno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαβλάκωμα ζαβλακώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---