Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Εωσφόρος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 Luci`fero ~m~, il piane`ta ~m~ Ve`nere
2 Luci`fero, Sa`tana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εωσφορικός Ζ, ζ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---