Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζοχάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((popolare)) emorroide ~f~
2 (fig) stizza ~f~, irritazio`ne ~f~ σήμερα έχει τις ζοχάδες του == oggi ha la luna di traverso / è molto irritato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζοφώνω ζοχαδιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---