Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωέμπορας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ζωέμπορος]

ζωέμπορος  
ουσιαστικό αρσενικό

merca`nte ~mf~ di bestia`me

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζώδιο ζωεμπορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---