Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωερός
επίθετο

variante di [ζωηρός]

ζωηρός  
επίθετο

1 viva`ce, vivo, pie`no di vita ζωηρό κορίτσι == ragazza vivace
2 dina`mico, atti`vo, ene`rgico
3 disubbidie`nte, di`scolo ζωηρά παιδιά == bambini disubbidienti
4 viva`ce, vita`le παρά την ηλικία του είναι ακόμη ζωηρός == nonostante l'età, è ancora vitale
5 vivo, viva`ce, anima`to ζωηρή περιγραφή == descrizione vivace | ζωηρό ενδιαφέρον == vivo interesse | ζωηρή συζήτηση == discussione animata

ζωηρότατος
επίθετο

superlativo di [ζωηρός]

ζωηρότερος
επίθετο

comparativo di [ζωηρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωέμπορος ζωές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---