Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωηρεύω  
ρήμα αμετάβατο

anima`rsi, sveglia`rsi, farsi più viva`ce ζωήρεψε η συζήτηση == la conversazione si è animata ~f~ ένα μήνα κατασκήνωση, και o μικρός ζωήρεψε == dopo un mese in campeggio, il piccolo è diventato più vivace / si è svegliato

ζωηρεύω
ρήμα μεταβατικό

ravviva`re, anima`re ζωηρεύω τα χρώματα == ravvivare i colori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωηράδα ζωηρός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---