Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωγραφική  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arte ~f~ del dipi`ngere, pittu`ra ~f~
2 scuola dise`gno ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωγραφίζω ζωγραφικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---