Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εγγύτητα {χωρ. πληθ... εγκαίρως [επίρ.]
εγγυώμαι {εγγυάσαι.... εγκαλλώπισμα {εγκαλλωπί...
εγείρομαι Ρ πρτ. και... εγκαλούμενος [επίθ.]
εγείρω {ήγ-ειρα, ... εγκαλώ {εγκαλείς....
εγελιανός [ουσ αρσ ] εγκαλών ο θηλ. εγκ...
έγερση [-εις] εγκάρδια [επίρ.]
εγερτήριο {εγερτηρί-... εγκάρδιος [επίθ.]
εγερτήριος [επίθ.] εγκαρδιότητα {χωρ. πληθ...
έγινε! [επιφ.] εγκαρδιώνομαι [ρ. παθ.]
Εγίρα [θηλ.ουσ] εγκαρδιώνω {εγκαρδίω-...
εγκάθειρκτος [επίθ.] εγκαρδίως [επίρ.]
εγκάθετος {εγκαθέτ-ο... εγκαρδίωση [θηλ.ουσ]
εγκαθίδρυση {-ης κ. -ύ... εγκαρδιωτικός [επίθ.]
εγκαθιδρύω {εγκαθίδρυ... εγκάρσια [επίρ.]
εγκαθίσταμαι [ρ. παθ.] εγκάρσιος [επίθ.]
εγκαθιστώ {εγκαθιστά... εγκαρσίως [επίρ.]
εγκαίνια {εγκαινίων... εγκαρτέρηση {-ης κ. -ή...
εγκαινιάζω {εγκαινίασ... εγκαρτερώ [-είς, -εί...
εγκαινιάζων [επίθ.] έγκατα {εγκάτων}
εγκαινίαση [θηλ.ουσ] εγκαταλειμμένος [επίθ.]
εγκαινιασμός [ουσ αρσ ] εγκαταλείπομαι αόρ. εγκατ...
έγκαιρα [επίρ.] εγκαταλείπω {εγκατέλ-ε...
έγκαιρος [επίθ.] εγκατάλειψη {-ης κ. -ε...
εγκαιρότατος [επίθ.] εγκατα(λε)λειμμένος [επίθ.]
εγκαιρότερος [επίθ.] εγκατασπείρω {εγκατέσπε...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: