Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σταμάτημα [ουσ ουδ.] στασιαστικός [επίθ.]
σταματώ {σταματάς.... στασίδι {στασιδ-ιο...
στάμνα {σταμνών} στάσιμον [ουσ ουδ.]
σταμνάς [ουσ αρσ ] στασιμοπληθωρισμός {χωρ. πληθ...
στάμπα [θηλ.ουσ] στάσιμος [επίθ.]
σταμπάρισμα [ουσ ουδ.] στασιμότητα {χωρ. πληθ...
σταμπαρισμένος [επίθ.] στατήρας [ουσ αρσ ]
σταμπάρω {στάμπαρ-α... στατική {χωρ. πληθ...
στάνη {χωρ. πληθ... στατικός [επίθ.]
στανικός [επίθ.] στατικότητα [θηλ.ουσ]
στάνταρ [ουσ ουδ.] στατιστική [θηλ.ουσ]
σταξίματα [ουσ ουδ πληθ.] στατιστικολόγος [ουσ αρσ ]
στάξιμο [ουσ ουδ.] στατιστικός [επίθ.]
σταρ {άκλ.} στατοκύστη [θηλ.ουσ]
σταράτα [επίρ.] στατολιθικός [επίθ.]
σταράτος [επίθ.] στατόλιθος [ουσ αρσ ]
σταρένιος [επίθ.] σταύλος [ουσ αρσ ]
στάρι [ουσ ουδ.] σταυραδέρφια [ουσ ουδ πληθ.]
στάρλετ [θηλ.ουσ] σταυραετός [ουσ αρσ ]
σταρόψειρα [θηλ.ουσ] σταυροβελονιά [θηλ.ουσ]
στάση {-ης κ. -ε... σταυροβότανο [ουσ ουδ.]
στασιάζω {στασίασα}... σταυρογονιμοποίηση [θηλ.ουσ]
στασίαση [θηλ.ουσ] σταυροδρόμι [ουσ ουδ.]
στασιαστής [ουσ αρσ ] σταυροειδής {σταυροειδ...
στασιαστικά [επίρ.] σταυροκόπημα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: