Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λυπερός [επίθ.] λυρόνι [ουσ ουδ.]
λύπη {χωρ. γεν.... λύση {-ης κ. -ε...
λυπημένα [επίρ.] Λυσίμαχος {-ου κ. -ά...
λυπημένος [επίθ.] λύσιμο {λυσίμ-ατο...
λυπηρός [επίθ.] λυσίνη [θηλ.ουσ]
λυπηρότατος [επίθ.] Λύσιππος {-ου κ. -ί...
λυπηρότερος [επίθ.] λυσιτελέστατος [επίθ.]
λυπηρώς [επίρ.] λυσιτελέστερος [επίθ.]
λύπηση {χωρ. πληθ... λυσιτελής {λυσιτελ-ο...
λυπητερά [επίρ.] λυσοζύμη {χωρ. πληθ...
λυπητερή [θηλ.ουσ] λυσόλη [θηλ.ουσ]
λυπητερός [επίθ.] λύσσα {χωρ. πληθ...
λυποθυμώ (λυποθύμ-η... λυσσάζω (λύσσ(ι)αξ...
λυπούμαι [-άσαι, -ά... λυσσακά [ουσ ουδ πληθ.]
λυπούμενος [επίθ.] λυσσαλέος [επίθ.]
λυπώ {λυπείς...... λυσσάρης θηλ. λυσσα...
λύρα {λυρών} λυσσάρικος [επίθ.]
λυράρης {λυράρηδες... λυσσασμένος [επίθ.]
λυράρισσα [θηλ.ουσ] λυσσιάζω μππ. λυσσα...
λυρικός [επίθ.] λυσσιάρης [επίθ.]
λυρικότατος [επίθ.] λυσσιάριος [επίθ.]
λυρικότερος [επίθ.] λυσσιατρείο [ουσ ουδ.]
λυρικώτατος [επίθ.] λυσσικός [επίθ.]
λυρικώτερος [επίθ.] λυσσομανάω [ρ. μτβ.]
λυρισμός [ουσ αρσ ] λυσσομανώ {λυσσομανά...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: