ItalianoGreco


abbagliaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbaʎʎaˈmento]

1 ζάλη
2 θάμπος
3 αμαύρωση
4 συσκότιση της όρασης
5 τύφλωση
6 θάμπωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---