Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbaruffàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbarufˈfata]

1 μπέρδεμα
2 αναταραχή
3 σύγχυση
4 καβγάς
5 τσακωμός
6 συμπλοκή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbaruffarsi abbaruffio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbarbicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbarcare (ρ. μτβ.)
abbaruffamento (ουσ αρσ )
abbaruffare (ρ. μτβ.)
abbaruffarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbaruffata (θηλ.ουσ)
abbaruffio (ουσ αρσ )
abbassabile (επίθ.)
abbassalingua (ουσ αρσ )
abbassamento (ουσ αρσ )
abbassare (ρ. μτβ.)
abbassarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbassato (επίθ.)
abbassatore (επίθ.)
abbasso (επίρ.)
abbasso (επιφ.)
abbastanza (επίρ.)
abbattere (ρ. μτβ.)
abbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
abbattifieno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---