Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbattùta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbatˈtuta]

1 κόψιμο δέντρων
2 κλίση προς την υπήνεμη ή την προσήνεμη πλευρά πλοίου
3 αντεπίθεση με κατεβασμένα τα δόρατα κατά του εχθρού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbattitore abbattuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
abbattifieno (ουσ αρσ )
abbattimento (ουσ αρσ )
abbattitore (ουσ αρσ )
abbattitore (επίθ.)
abbattuta (θηλ.ουσ)
abbattuto (επίθ.)
abbatuffolare (ρ. μτβ.)
abbatuffolarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbazia (θηλ.ουσ)
abbaziale (επίθ.)
abbecedario (επίθ.)
abbellimento (ουσ αρσ )
abbellire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbellirsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbellitore (ουσ αρσ )
abbellitore (επίθ.)
abbellitura (θηλ.ουσ)
abbenché (σύνδ.)
abbeveraggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---