ItalianoGreco


abbatuffolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbatuffoˈlare]

1 περιπλέκω πολύ τα πράγματα
2 προκαλώ σύγχυση

abbatuffolàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [abbatuffoˈlarsi]

1 συμπλέκομαι
2 πιάνομαι στα χέρια
3 καβγαδίζω
4 διαπληκτίζομαι
5 γίνομαι από δυο χωριά
6 τσακώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z