abborracciàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [abborratˈʧare]
1 επισκευάζω ανάρμοστα
2 επισκευάζω πρόχειρα
3 μερεμετίζω πρόχειρα
4 κακογράφω
5 επισκευάζω τσαπατσούλικα
6 μπαλώνω
7 μπερδεύομαι απελπιστικά
8 κάνω άτεχνα
9 παραγεμίζω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [abborratˈʧare]
1 επισκευάζω ανάρμοστα
2 επισκευάζω πρόχειρα
3 μερεμετίζω πρόχειρα
4 κακογράφω
5 επισκευάζω τσαπατσούλικα
6 μπαλώνω
7 μπερδεύομαι απελπιστικά
8 κάνω άτεχνα
9 παραγεμίζω
permalink
abborracciare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android